ανεξουσίαστος

ανεξουσίαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν εξουσιάζεται από άλλον
2. όποιος δεν ανέχεται την εξουσία άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεξουσίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε βρίσκεται κάτω από την εξουσία άλλου: Προτιμούσε να υποφέρει, αλλά να είναι ανεξουσίαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”